- όρτυξ
- ο (Α ὄρτυξ, -υγος και -υκος, ὁ και ἡ)λόγια ονομασία τού ορτυκιούαρχ.είδος φυτού, ο στελεφούρος*.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το εκφραστικό επίθημα -υξ της λέξης απαντά και σε άλλα ονόματα πτηνών (πρβλ. βαίβυξ, ίβυξ, κόκκυξ). Το αρκτικό F πoυ επιβεβαιώνει ο τ. γόρτυξ τον οποίο παραδίδει ο Ησύχιος, όπως και το μυκην. wotuko (= πιθ. Fορτύγων), επιτρέπουν τη σύνδεσή της με αρχ. ινδ. vartikā και vartaka- «όρτυξ»].
Dictionary of Greek. 2013.